Το νέο σύστημα αξιολόγησης των υπηρεσιών υγείας μέσω SMS, που σχεδιάζεται από το Υπουργείο Υγείας, εγείρει σοβαρά ερωτηματικά τόσο για τη σκοπιμότητά του όσο και για τις πιθανές συνέπειές του. Παρά τις εξαγγελίες περί βελτίωσης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου ουσιαστικά συγκαλύπτει τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το δημόσιο σύστημα υγείας και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα με αποτέλεσμα τη μεταφορά των ευθυνών για τα προβλήματα του ΕΣΥ στους εργαζόμενους.
Καταρχάς, τα δημόσια νοσοκομεία και οι μονάδες υγείας στην Ελλάδα πάσχουν από χρόνιες ελλείψεις σε υποδομές, εξοπλισμό, στελέχωση και χρηματοδότηση. Οι πολιτικές που ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα από την περίοδο των μνημονίων, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα, αλλά συχνά τα επιδεινώνουν.
Οι ανεπαρκείς προσλήψεις προσωπικού, οι ελλείψεις σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό, η υποχρηματοδότηση και η διαρκής πίεση στους εργαζόμενους δημιουργούν συνθήκες δυσλειτουργίας που αντανακλώνται στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η εισαγωγή ενός συστήματος αξιολόγησης μέσω SMS, αντί να στοχεύει στην επίλυση αυτών των ζητημάτων, μοιάζει να μεταθέτει τις ευθύνες στους εργαζόμενους και να αγνοεί τα δομικά προβλήματα του συστήματος υγείας.
Η χαμηλή στελέχωση αποτελεί έναν από τους κύριους λόγους για τη μείωση της ποιότητας των παροχών υπηρεσιών υγείας και της εξυπηρέτησης των πολιτών. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές εργάζονται συχνά υπό εξαντλητικές συνθήκες, με τεράστιο φόρτο εργασίας και ανεπαρκείς πόρους. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η αξιολόγηση μέσω SMS θα λειτουργήσει ως εργαλείο ενοχοποίησης του προσωπικού αντί να αναδείξει τις πραγματικές ευθύνες της πολιτείας. Η τοποθέτηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών αποκλειστικά στη στάση του προσωπικού είναι μια επιφανειακή προσέγγιση, που αποσιωπά την ευθύνη του κράτους για τη συνολική κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας.
Επιπλέον, οι απαντήσεις που θα λαμβάνονται από τους ασθενείς ενέχουν τον κίνδυνο μιας υποκειμενικής κρίσης. Οι άνθρωποι που έχουν πρόσφατα νοσηλευθεί βρίσκονται σε ευάλωτη ψυχολογική κατάσταση, ενώ συχνά αντιμετωπίζουν την εμπειρία της νοσηλείας με άρνηση ή δυσαρέσκεια, ανεξαρτήτως της ποιότητας της φροντίδας που έλαβαν. Είναι αμφίβολο αν μπορούν να αξιολογήσουν με αντικειμενικά κριτήρια τις παρεχόμενες υπηρεσίες, δεδομένου ότι οι παράγοντες που διαμορφώνουν την εμπειρία τους ποικίλλουν και συχνά δεν σχετίζονται με το προσωπικό, αλλά με άλλες ανεπάρκειες του συστήματος.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί πως η υιοθέτηση ενός τέτοιου μέτρου λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο όπου οι δημόσιες υπηρεσίες υγείας βρίσκονται υπό διαρκή πίεση και αμφισβήτηση από το κυρίαρχο πολιτικό κατεστημένο. Υπάρχουν σοβαροί φόβοι ότι η αξιολόγηση μέσω SMS μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την υποβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων και την ενίσχυση πολιτικών που οδηγούν στην ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας. Αντί να στηριχθεί η δημόσια υγεία με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, υπάρχει ο κίνδυνος οι αρνητικές αξιολογήσεις να χρησιμοποιηθούν για να δικαιολογήσουν νέες περικοπές και την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα υγείας προς όφελος επιχειρηματικών συμφερόντων και εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Η αξιολόγηση των νοσοκομείων μέσω SMS είναι σίγουρο ότι δεν αποτελεί λύση στα προβλήματα του συστήματος υγείας, αλλά μια επιφανειακή παρέμβαση που υποκρύπτει σκοπιμότητες. Το ζητούμενο δεν είναι η μεταφορά ευθυνών στους εργαζόμενους, αλλά η ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ μέσω της πλήρους στελέχωσης με μόνιμο προσωπικό καθώς και της χρηματοδότησης και αναβάθμισης των υποδομών. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, οποιαδήποτε αξιολόγηση δεν θα αποτυπώνει την πραγματικότητα, αλλά θα λειτουργεί ως μηχανισμός ενοχοποίησης του προσωπικού και εργαλείο απαξίωσης του δημόσιου συστήματος υγείας.
Τα συνδικάτα των υγειονομικών δεν πρέπει να επιτρέψουν να περάσουν οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί που στοχεύουν να μετακυλήσουν τις δικές της ευθύνες για την κατάσταση του ΕΣΥ στις πλάτες των εργαζομένων.
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα ygeionomikoi.gr