Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου, 2025

ReArm Europe: Κράτος στρατιωτικής επιμελητείας, στην θέση του κράτους πρόνοιας

του Σωτήρη Λαπιέρη

«Οι λαϊκές τάξεις δεν εγκατέλειψαν το έθνος – το κατέλαβαν», έγραφε ο κοινωνιολόγος Michael Mann περιγράφοντας τη μεγάλη ανατροπή που έφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. «Οι εργατικές τάξεις και οι αγρότες, συμμετέχοντας στους πολέμους, απαίτησαν και κέρδισαν συμμετοχή στο κράτος. Η πολεμική κινητοποίηση δεν μπορούσε πια να υπάρξει χωρίς κοινωνικά ανταλλάγματα. Μέσα από αυτόν τον σιωπηρό συμβιβασμό γεννήθηκε, τελικά, το κράτος πρόνοιας.»¹ Σήμερα, η σχέση αντιστρέφεται. Οι εξοπλισμοί αυξάνονται χωρίς ανταλλάγματα. Οι στρατιωτικές δαπάνες διογκώνονται χωρίς κοινωνική συμμετοχή – και, πολύ συχνά, εις βάρος της. Οι πολίτες δεν διεκδικούν μερίδιο από την ισχύ. Απλώς καλούνται να τη χρηματοδοτήσουν. Και το κράτος, αντί να λειτουργεί ως φορέας συνοχής, μετατρέπεται σε εργαλείο επιμελητειακής εξυπηρέτησης εξοπλιστικών στρατηγικών.
Και η Ελλάδα, για άλλη μια φορά, δείχνει πρόθυμη να εφαρμόσει τη στρατηγική με υπερβάλλοντα ζήλο: χωρίς συζήτηση, χωρίς εναλλακτική, χωρίς όραμα για την κοινωνία.
Το σχέδιο ReArm Europe, που δρομολογεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζεται ως απάντηση στην αμυντική υστέρηση της Ευρώπης, αλλά στην πραγματικότητα εγκαινιάζει μια νέα εποχή: η στρατιωτική βιομηχανία δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως κρίσιμη υποδομή, αλλά ως άξονας ανάπτυξης. Πρόκειται για βαθιά ανατροπή. Δεν έχουμε πια πολιτικές πρόνοιας – έχουμε πολιτικές στρατιωτικής επιδότησης, θεσμικά προστατευμένες και δημοσιονομικά προνομιούχες.
Η αλλαγή δεν είναι μόνο γεωπολιτική· είναι δομική:
• Πρώτον, οι στρατιωτικές δαπάνες θα εξαιρεθούν από τους περιορισμούς του ελλείμματος, την ώρα που η υγεία, η στέγαση και η πρόνοια παραμένουν καθηλωμένες. ,
• Δεύτερον, θα δημιουργηθεί νέος κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός για την κάλυψη των εξοπλισμών – ένα δημόσιο χρέος που θα πληρωθεί μελλοντικά από τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
• Τρίτον, θα καταστεί επιλέξιμη η κατεύθυνση αποθεματικών ασφαλιστικών ταμείων προς επενδύσεις στον στρατιωτικό τομέα, στο όνομα της «απόδοσης». Με απλά λόγια: η σύνταξη του πολίτη γίνεται έμμεσο εργαλείο επανεξοπλισμού.
Οι τρεις αυτοί μηχανισμοί δεν είναι απλές τεχνικές ρυθμίσεις. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η στρατιωτική προτεραιότητα επιβάλλεται ως κεντρική κρατική λειτουργία, εις βάρος των κοινωνικών αναγκών. Ό,τι θεωρήθηκε «δημοσιονομικά αδύνατο» για τους σιδηροδρόμους, τα σχολείαν την πυρόσβεση ή τα νοσοκομεία, καθίσταται αυτονόητο για τον στρατό. Η λιτότητα δεν αίρεται – επανακαθορίζεται. Δεν είναι γενική, είναι ταξικά στοχευμένη: λιτότητα για τους πολλούς, δημοσιονομική «άπλα» για τα όπλα. Ό,τι αρνούνται να προσφέρουν στην κοινωνία, το προσφέρουν απλόχερα για επανεξοπλισμό.
Η ρητορική που συνοδεύει αυτόν τον προσανατολισμό επαναφέρει τον στρατιωτικό κεϋνσιανισμό. Υποστηρίζεται ότι οι εξοπλισμοί θα στηρίξουν τη βιομηχανία, θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, θα τονώσουν την καινοτομία. Αλλά οι στρατιωτικές δαπάνες, ιδίως όταν αφορούν εισαγόμενα συστήματα ή πολυεθνικές παραγωγές, δεν έχουν τοπικό πολλαπλασιαστή. Δεν διαχέονται στην κοινωνία. Δεν ενισχύουν τις τοπικές αλυσίδες αξίας, δεν δημιουργούν νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας, δεν μειώνουν τις ανισότητες. Δημιουργούν μόνο κλειστά κυκλώματα εξουσίας, προμηθειών και ασυδοσίας.
Η Ελλάδα αποτελεί εφαρμοσμένο παράδειγμα αυτής της στρατηγικής. Είναι η χώρα με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήδη πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία (πλέον την ξεπερνούν η Πολωνία και οι στρατιωτικά ασήμαντες Λετονία και Εσθονία). Σήμερα, εντάσσεται οργανικά στο ReArm και ταυτόχρονα επιταχύνει το δικό της εξοπλιστικό πρόγραμμα, ύψους 12 δισ. ευρώ σε 12 χρόνια. Τα μέσα υπάρχουν – αλλά όχι για κοινωνική αποκατάσταση. Το σύστημα υγείας καταρρέει, η στέγη για τους νέους είναι άπιαστη, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι. Αλλά υπάρχουν κονδύλια για F-35, Belh@rra, επιθετικά drones. Η ανισορροπία δεν είναι πλέον τεχνική· είναι υπαρξιακή για την κοινωνία.

Η επιμονή αυτή δεν εξηγείται μόνο γεωπολιτικά. Συνδέεται με την ίδια τη δομή της μεταμνημονιακής οικονομίας.
Η Ελλάδα, μετά τα μνημόνια, δεν έχει παραγωγικό σχέδιο· απέκτησε μια ολιγαρχία με καθολικά εξωτερικό προσανατολισμό. Η κερδοφορία της δεν εξαρτάται από την εγχώρια οικονομία· εξαρτάται από τη διεθνή δραστηριότητα (ναυτιλία, ενεργειακές μεταφορές, επενδυτικά κεφάλαια) και από την άμεση πρόσβαση στους κρατικούς πόρους. Δεν στοχεύει στην ανάπτυξη παραγωγικών υποδομών, αλλά στην αξιοποίηση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, του δημόσιου χώρου (δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος) και των ροών χρηματοδότησης (εγχώριων και ευρωπαϊκών). Γι’ αυτό και είναι πρόθυμη να επενδύσει σε εξοπλισμούς χωρίς κοινωνικά ανταλλάγματα: πρόκειται για μια ελίτ που δεν έχει εθνικό στρατηγικό σχέδιο, παρά μόνο λειτουργική ενσωμάτωση σε συμμαχικά κέντρα λήψης αποφάσεων, και που αναζητεί εγγυημένα πεδία απορρόφησης κρατικού χρήματος.
Αυτό το μοντέλο ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις στρατηγικές της Δύσης. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι πολυδιάστατη· είναι μονοσήμαντη. Η χώρα προσφέρει υποδομές, βάσεις, διπλωματική υποστήριξη, ελπίζοντας ότι η «χρησιμότητά» της θα αναγνωριστεί. Οι συμφωνίες με ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ισραήλ, η μετατροπή της Αλεξανδρούπολης σε στρατιωτικό κόμβο και όλης της χώρας σε μια απέραντη βάση, η γεωπολιτική προσκόλληση, παρουσιάζονται ως εθνική στρατηγική. Αλλά μια στρατηγική που δεν εξασφαλίζει αυτονομία, αλλά προσδένεται σε σχεδιασμούς άλλων, δεν είναι στρατηγική – είναι εξάρτηση με κόστος.
Ο εξοπλισμός, σε αυτό το πλαίσιο, δεν ενισχύει την εθνική κυριαρχία. Την υπονομεύει. Γιατί χωρίς δική σου εξωτερική πολιτική, χωρίς κοινωνική συνοχή, χωρίς οικονομική αυτάρκεια, τα όπλα δεν προστατεύουν τίποτα. Η χώρα δεν γίνεται πιο ασφαλής· απλώς καθίσταται πιο προβλέψιμος εταίρος – για σχεδιασμούς που δεν ελέγχει.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η άμυνα. Είναι ότι η πολιτική συνολικά αναδιοργανώνεται γύρω από τη στρατιωτικοποίηση, χωρίς συζήτηση, χωρίς κοινωνική συναίνεση, χωρίς δημοκρατική πυξίδα. Ο επανεξοπλισμός δεν προκύπτει από συλλογική βούληση· επιβάλλεται από ένα μπλοκ ισχύος που επενδύει στην απορρύθμιση, τη γεωπολιτική προσκόλληση στη Δύση και τον κρατικό πατερναλισμό υπέρ των λίγων. Η διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας πάει χέρι- χέρι με τον διάβρωση της λαϊκής κυριαρχίας- για την ακρίβεια είναι προαπαιτούμενο της και ταυτόχρονα συμβάλει στον περαιτέρω εξωβελισμό των λαϊκών τάξεων από την πολιτική διαδικασία και την επιρροή τους στην χάραξη της πορείας της κοινωνίας, της οικονομίας και συνολικά της χώρας.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται έναν στρατό πιο ακριβό. Χρειάζεται στρατηγική με κοινωνική βάση, οικονομική αντοχή και πολιτική αυτονομία στη διεθνή σκηνή. Το ερώτημα δεν είναι αν εξοπλιζόμαστε – είναι για ποιον. Και η απάντηση, σήμερα, δεν περιλαμβάνει την κοινωνία· περιλαμβάνει μόνο την εξουσία και τους διεθνείς συμμάχους της. Και ο οποιοσδήποτε αναπροσανατολισμός δεν μπορεί να προέλθει ούτε από το υπάρχον πολιτικό σύστημα, ούτε από την ολιγαρχία που εκφράζεται μέσα από αυτό.

[1] The Roots and Contradictions of Modern Militarism, Michael Mann, New Left Review, I/162, Mar/Apr 1987

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ