Όταν στην Ισπανία η συνομοσπονδία Εργατικές Επιτροπές (CCOO) καταφέρνει μέσα σε έναν μόνο χρόνο να υπογράψει πάνω από 4.000 συλλογικές συμβάσεις, να διαπραγματευτεί ουσιαστικές αυξήσεις και να βρίσκεται καθημερινά στους χώρους δουλειάς, τότε μιλάμε για ένα συνδικάτο που λειτουργεί όπως πρέπει. Και το κάνει με πλήρη οικονομική αυτοδυναμία: από τα 218 εκατ. ευρώ των εσόδων της, μόλις το 9,6% προέρχεται από κρατικές επιχορηγήσεις. Τη δύναμη τη δίνουν οι συνδρομές του ενός εκατομμυρίου μελών – των ίδιων των εργαζομένων. Αυτά προκύπτουν από τον φετινό απολογισμό δράσης της.
Στην Ελλάδα, όμως, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Τα περισσότερα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα –με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη ΓΣΕΕ– έχουν περιορισμένη έως μηδενική παρουσία στους χώρους εργασίας, χαμηλή συμμετοχή εργαζομένων και υπογράφουν ελάχιστες συλλογικές συμβάσεις. Δεν βρίσκονται εκεί που γεννιούνται τα προβλήματα, δεν αποτελούν στήριγμα για τους εργαζόμενους. Κι όμως, παρά αυτή τη φτωχή δράση, επιβιώνουν χάρη στη μόνιμη κρατική χρηματοδότηση, που έχει μετατρέψει μεγάλο μέρος του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος σε έναν μηχανισμό εξάρτησης – και συχνά, σε πρακτικό στήριγμα της εργοδοσίας.
Το ερώτημα, λοιπόν, τίθεται καθαρά και χωρίς περιστροφές:
Τι είναι πραγματικό συνδικάτο; Αυτό που ζει από τους εργαζόμενους, παλεύει γι’ αυτούς και υπογράφει χιλιάδες συμβάσεις; Ή αυτό που ζει από το κράτος και απουσιάζει από τους χώρους δουλειάς;
Το παράδειγμα των Εργατικών Επιτροπών (CCOO) αποδεικνύει πως όταν ένα συνδικάτο στηρίζεται στη βάση του, μπορεί να οργανώνει, να συγκρούεται και να κερδίζει.
Αυτά είναι τα πραγματικά συνδικάτα που χρειάζονται οι εργαζόμενοι – όχι μηχανισμοί γραφειοκρατών που λειτουργούν ως “μαξιλάρι” της εργοδοσίας και εξαρτώνται από το κράτος για να επιβιώσουν.














