Αναδημοσιεύουμε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον δημοσίευμα από την ισπανική ιστοσελίδα «Εργατικός Κόσμος» (Mundo Obrero) του Fernando José Quirós για την κρίση του δημόσιου πανεπιστημίου και τον ρόλο των ιδιωτικών ιδρυμάτων. Σε μια συγκυρία όπου και στην Ελλάδα αντίστοιχα ζητήματα βρίσκονται στην αιχμή του δημόσιου διαλόγου, η ανάλυση της ισπανικής πραγματικότητας προσφέρει πολύτιμα συμπεράσματα για τις επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης της γνώσης, την υποβάθμιση των δημόσιων υποδομών και τον κίνδυνο μετατροπής της παιδείας από κοινωνικό δικαίωμα σε προνόμιο για λίγους.
Δημόσιο πανεπιστήμιο ή νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα
Το ισπανικό δημόσιο πανεπιστήμιο διέρχεται μια κρίση που απειλεί τον ρόλο του ως εγγυητή των ίσων ευκαιριών και ως βασικού πυλώνα παραγωγής της γνώσης. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι απλώς ένα εκπαιδευτικό μοντέλο, αλλά το ίδιο το νόημα της δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή, ο ιδιωτικός τομέας επεκτείνεται ραγδαία, τροφοδοτούμενος από διεθνή επενδυτικά κεφάλαια και θρησκευτικές οργανώσεις που έχουν μετατρέψει την ανώτατη εκπαίδευση σε μια αγορά αξίας 3,7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η είσοδος ξένων κεφαλαίων έχει μεταμορφώσει το πανεπιστημιακό τοπίο: επενδυτικά σχήματα όπως τα Permira, EQT, CVC ή Portobello έχουν προχωρήσει σε επιχειρήσεις εκατομμυρίων, εξαγοράζοντας πανεπιστήμια με τη λογική που αποκτά κανείς εργοστάσια, διοικώντας τα με αμιγώς τεχνοκρατικά και κερδοσκοπικά κριτήρια. Η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται πλέον ως ένας σταθερός κλάδος, ανθεκτικός στις κρίσεις και με υψηλά περιθώρια κέρδους· όμως αυτή η λογική μετατρέπει τους φοιτητές σε πελάτες και τα πανεπιστήμια σε επιχειρήσεις που αποσκοπούν κυρίως στην οικονομική απόδοση.
Η Καθολική Εκκλησία διατηρεί κεντρικό ρόλο σε αυτό το μοντέλο, ελέγχοντας ιδρύματα κύρους όπως τα Comillas, Navarra, CEU San Pablo ή Francisco de Vitoria. Αυτά τα πανεπιστήμια δεν παρέχουν μόνο ακαδημαϊκή κατάρτιση, αλλά καλλιεργούν αξίες και κοσμοθεωρίες που ενισχύουν τις παραδοσιακές δομές εξουσίας. Η ιδεολογική πολυφωνία και η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία τίθενται υπό αμφισβήτηση όταν η γνώση υποτάσσεται σε θρησκευτικά συμφέροντα. Το επίκεντρο αυτής της διολίσθησης βρίσκεται στη Μαδρίτη, όπου ο πολλαπλασιασμός των ιδιωτικών πανεπιστημίων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κρίση των δημόσιων ιδρυμάτων. Το Complutense, το μεγαλύτερο της χώρας, έχει υποστεί περικοπές ύψους 34,9% από το 2009, ενώ πέντε από τα έξι δημόσια πανεπιστήμια της Μαδρίτης είναι ελλειμματικά. Η περιφερειακή πολιτική έχει ευνοήσει την ιδιωτική επέκταση, βαθαίνοντας ένα χάσμα που γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ανάμεσα σε εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν και σε εκείνους που εξαρτώνται από το δημόσιο σύστημα. Η επένδυση ανά φοιτητή είναι κατά 21% χαμηλότερη από τον εθνικό μέσο όρο, παρά το γεγονός ότι η Μαδρίτη είναι η περιοχή με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα.
Το Σχέδιο Μπολόνια, το οποίο παρουσιάστηκε ως εκσυγχρονισμός, άνοιξε τον δρόμο για την εμπορευματοποίηση. Υπό το πρόσχημα της προσαρμογής στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, κατακερμάτισε τις σπουδές, αύξησε κατακόρυφα το κόστος των μεταπτυχιακών και υποβάθμισε τις εργασιακές συνθήκες του διδακτικού προσωπικού. Τα υποχρεωτικά μεταπτυχιακά μετατράπηκαν σε «οικονομικά διόδια» που ευνόησαν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα οποία έχουν την υποδομή να προσφέρουν ακριβά και αποκλειστικά προγράμματα. Η έρευνα υποτάχθηκε σε κριτήρια παραγωγικότητας και διεθνούς ανταγωνιστικότητας, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στις κατατάξεις (rankings) παρά στην ποιότητα της παραγόμενης γνώσης. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πανεπιστήμιο πιο ευάλωτο στις επιχειρηματικές πιέσεις και λιγότερο δεσμευμένο στην ολοκληρωμένη διαμόρφωση των πολιτών. Η κρίση πλήττει επίσης τους διδάσκοντες των δημόσιων πανεπιστημίων, οι οποίοι βιώνουν καθεστώς αυξανόμενης εργασιακής ανασφάλειας με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, παγωμένους μισθούς και έλλειψη πόρων. Την ίδια στιγμή, τα ιδιωτικά ιδρύματα προσφέρουν καλύτερες απολαβές σε όσους συμμορφώνονται με την επιχειρηματική τους λογική, προκαλώντας διαρροή ακαδημαϊκού δυναμικού.
Η πολιτική σύγκρουση είναι δεδομένη. Η κεντρική κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων, θέτοντας αυστηρότερες προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας, ενώ περιφέρειες όπως η Μαδρίτη, η Ανδαλουσία και η Βαλένθια υπεραμύνονται της απελευθέρωσης, ισχυριζόμενες ότι διασφαλίζει την ελευθερία της επιλογής. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη ρητορική κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα: η ελευθερία επιλογής υφίσταται μόνο για όσους έχουν την οικονομική άνεση. Για τους υπόλοιπους, το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί τη μοναδική διέξοδο, και αν αυτό καταρρεύσει, καταρρέει μαζί του και η ισότητα των ευκαιριών.
Ιστορικά, το δημόσιο πανεπιστήμιο υπήρξε το όχημα της κοινωνικής ανόδου στην Ισπανία. Χάρη σε αυτό, χιλιάδες νέοι από εργατικά στρώματα απέκτησαν πρόσβαση στην ανώτατη μόρφωση. Στις αίθουσές του διαμορφώθηκαν γενιές γιατρών, μηχανικών, νομικών και επιστημόνων που στηρίζουν σήμερα το δημοκρατικό οικοδόμημα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν παρέχει απλώς στείρα γνώση: παράγει έρευνα που σώζει ζωές, προωθεί την τεχνολογική καινοτομία και ασκεί κριτική στην εξουσία. Η υποβάθμισή του σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και παραμελημένες υποδομές ισοδυναμεί με υποθήκευση του μέλλοντος της χώρας.
Η νεοφιλελεύθερη επίθεση κατά της δημόσιας παιδείας δεν είναι μεμονωμένο γεγονός. Αποτελεί μέρος μιας παγκόσμιας στρατηγικής που επιδιώκει να μετατρέψει τα κοινωνικά δικαιώματα σε εμπορεύματα και τους πολίτες σε καταναλωτές. Η λογική της αγοράς διεισδύει στην εκπαίδευση, όπως συνέβη στην υγεία, τη στέγαση ή τις συντάξεις. Μας λένε ότι ο ανταγωνισμός βελτιώνει την ποιότητα, αλλά στην πραγματικότητα επιφέρει τον αποκλεισμό. Μας υπόσχονται ελευθερία επιλογής, αλλά αυτό που διασφαλίζεται είναι η ελευθερία του επιχειρείν. Η ιδιωτική εκπαίδευση ανθίζει επειδή τροφοδοτείται από την εσκεμμένη αποδυνάμωση της δημόσιας, η οποία είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών που περικόπτουν δαπάνες και υπονομεύουν το ανθρώπινο δυναμικό.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα κέντρο κατάρτισης. Είναι ένας χώρος κοινωνικής συνεύρεσης, ένα εργαστήριο κριτικής σκέψης και ένας μηχανισμός κοινωνικής συνοχής. Εκεί διασταυρώνονται πορείες ανθρώπων που σε άλλες συνθήκες δεν θα συναντιόντουσαν ποτέ. Εκεί αμφισβητούνται τα δόγματα και οικοδομείται η συνείδηση του πολίτη. Η μετατροπή του σε επιχείρηση ακρωτηριάζει τον απελευθερωτικό του χαρακτήρα και το υποβαθμίζει σε υπηρεσία για τις ελίτ. Η νεοφιλελεύθερη οπισθοδρόμηση δεν αποτυπώνεται μόνο στους αριθμούς των ελλειμμάτων ή στις διεθνείς λίστες κατάταξης: αντικατοπτρίζεται στη σιωπή των άδειων αμφιθεάτρων, στη μετανάστευση των ταλέντων και στη διαιώνιση των ανισοτήτων.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: χωρίς δημόσιο πανεπιστήμιο δεν υπάρχει ισότητα, δεν υπάρχει δημοκρατία, δεν υπάρχει μέλλον. Η υπεράσπισή του δεν αποτελεί ιδεολογική εμμονή, αλλά συλλογικό καθήκον. Κάθε περικοπή, κάθε μεταπτυχιακό-διόδιο, κάθε δημόσιο ίδρυμα που παρακμάζει, είναι ένα ακόμα βήμα προς μια κοινωνία όπου η γνώση αγοράζεται και η άγνοια επιβάλλεται.
Ωστόσο, η απλή καταγγελία της κατάστασης δεν αρκεί. Είναι η ώρα της δράσης. Η προάσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου απαιτεί την κοινωνική κινητοποίηση και την κοινή δράση φοιτητών, διδασκόντων και πολιτών ενάντια στην εμπορευματοποίηση της γνώσης. Επιβάλλει να υπενθυμίσουμε ότι οι πανεπιστημιακές αίθουσες δεν είναι επιχειρήσεις και η γνώση δεν είναι εμπόρευμα. Η παιδεία είναι ένα δικαίωμα που κατακτήθηκε με αγώνες δεκαετίων και θα παραμείνει ζωντανό μόνο αν το υπερασπιστούμε με την ανάλογη σθεναρότητα.
Η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα κερδίζει έδαφος όσο εμείς συμβιβαζόμαστε. Η αντίσταση ξεκινά όταν λέμε «ως εδώ». Σήμερα, απέναντι στην απειλή μετατροπής του πανεπιστημίου σε αγορά για λίγους, οφείλουμε να υψώσουμε τη σημαία του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας ως το τελευταίο προπύργιο της δημοκρατίας. Γιατί χωρίς δημόσιο πανεπιστήμιο δεν νοείται μέλλον με αξιοπρέπεια, και αυτό το μέλλον κρίνεται από τη στάση μας εδώ και τώρα.
Η μετάφραση έγινε με την βοήθεια του chatGpt














